- ἱλασμοί
- ἱ̱λασμοί , ἱλασμόςa means of appeasingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλασμός — ο (ΑΜ ἱλασμός) [ιλάσκομαι] νεοελλ. 1. εξιλέωση, εξευμενισμός 2. συγχώρηση, άφεση, χάρη 3. εξαγνισμός, καθαρμός αρχ. 1. εξιλεωτική ποινή, ιλαστήρια προσφορά 2. στον πληθ. οἱ ἱλασμοί μέσο εξιλέωσης … Dictionary of Greek